ΣΜΠΕ και Δυτική Μακεδονία: Σταυροδρόμι ανάπτυξης ή νέο περιβαλλοντικό ρίσκο;

5 Min Read

Γράφει ο Αντώνης Δημητρίου*

Η Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση από την 1η Αυγούστου 2025 αποτελεί τμήμα του εθνικού σχεδιασμού για τη δημιουργία έξι μονάδων ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων (ΑΕΠΥ). Η μονάδα της Π.Ε. Κοζάνης (Διαχειριστική Ενότητα 1.2) προορίζεται να υποδέχεται υπολείμματα από πέντε Περιφέρειες: Δυτική Μακεδονία, Κεντρική Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία και Ιόνια Νησιά.

Η ΣΜΠΕ δεν αποτελεί απλή τεχνική μελέτη, έχει στρατηγική και καθοριστική ισχύ, καθώς εγκρίνει το συνολικό πλαίσιο και δημιουργεί το νομικό έρεισμα για κάθε επιμέρους αδειοδότηση (ΜΠΕ, ΑΕΠΟ) που θα ακολουθήσει.

Η εκκίνηση της διαβούλευσης τον Αύγουστο υπονομεύει ουσιαστικά τη συμμετοχή θεσμικών και κοινωνικών φορέων, καθώς επιστημονικά η κοινωνική αποδοχή αποτελεί κρίσιμο παράγοντα επιτυχίας έργων Waste-to-Energy (WtE), ενώ η απουσία οργανωμένων τοπικών διαβουλεύσεων, όπως σε Δημοτικά ή Περιφερειακά Συμβούλια, μειώνει τη διαφάνεια της διαδικασίας, γι’ αυτό έχει ήδη ζητηθεί επίσημη παράταση, ενώ  επιπρόσθετα απαιτείται ο προγραμματισμός θεματικών ημερίδων με τη συμμετοχή Πανεπιστημιακών, Φορέων Αυτοδιοίκησης και Κοινωνικών Φορέων.

Η προτεινόμενη μονάδα προβλέπεται να εισάγει έως και 288.000 τόνους ΑΕΠΥ ετησίως περίπου, γεγονός που συνεπάγεται έντονη κυκλοφοριακή και περιβαλλοντική επιβάρυνση με αυξημένες εκπομπές CO₂ και σωματιδίων από βαρέα οχήματα, ενώ η καύση RDF/SRF, σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ακόμη και με χρήση σύγχρονων φίλτρων, συνοδεύεται από εκπομπές  NOx, SO₂, βαρέων μετάλλων και δευτερογενών ρύπων.  Ωστόσο η ΣΜΠΕ περιορίζεται σε γενικές αναφορές στις Βέλτιστες Διαθέσιμες Τεχνικές (BAT), χωρίς εξειδικευμένα και δεσμευτικά όρια. Επιπλέον, δεν παρέχεται λεπτομερής εκτίμηση για τον κίνδυνο οσμών και θορύβου σε γειτονικούς οικισμούς, ενώ τίθεται και ζήτημα συμβατότητας με τους στόχους της κυκλικής οικονομίας, καθώς η καύση υπολειμμάτων θα έπρεπε να αποτελεί την έσχατη επιλογή και όχι παράγοντα που αποτρέπει την ενίσχυση της ανακύκλωσης και της πρόληψης.

Η συσσώρευση αποβλήτων από πέντε Περιφέρειες στη Δυτική Μακεδονία ενισχύει τον κίνδυνο να παγιωθεί η αρνητική εικόνα της περιοχής ως «σκουπιδότοπου της Βόρειας Ελλάδας», τη στιγμή που καταβάλλεται προσπάθεια για ανάκτηση θετικής αναπτυξιακής ταυτότητας. Ταυτόχρονα, η ΣΜΠΕ περιορίζεται σε γενικές αναφορές για «θέσεις εργασίας» και «τοπική ενίσχυση» χωρίς σαφείς μηχανισμούς ή ποσοτικά κριτήρια, απουσιάζοντας δέσμευση για επιστροφή εσόδων στους ΟΤΑ, για μειωμένο κόστος διαχείρισης απορριμμάτων στους τοπικούς δήμους, για θεσμοθετημένη τοπική απασχόληση και για τη δημιουργία περιβαλλοντικού ταμείου που θα στηρίζει αναπλάσεις και πράσινα έργα. Επιπλέον, επικρατεί θεσμική αβεβαιότητα ως προς τον φορέα λειτουργίας, αφού δεν διευκρινίζεται αν θα είναι δημόσιος (ΔΙΑΔΥΜΑ/ΟΤΑ) ή ιδιωτικός μέσω ΣΔΙΤ ή ΔΕΗ Α.Ε, κάτι που επηρεάζει άμεσα το είδος και το μέγεθος των οφελών για την τοπική κοινωνία.

Με βάση όλα τα παραπάνω, απαιτείται κατ’ αρχάς παράταση της διαβούλευσης για τουλάχιστον 30–60 ημέρες και διοργάνωση ανοικτών συζητήσεων τον Σεπτέμβριο, ενώ κρίνεται αναγκαία η σύσταση μόνιμης επιτροπής παρακολούθησης με συμμετοχή Περιφέρειας, Δήμων, Πανεπιστημίου, κοινωνικών φορέων και βουλευτών, ώστε να εποπτεύει όλα τα στάδια σχεδιασμού, κατασκευής και λειτουργίας. Παράλληλα, πρέπει να θεσμοθετηθούν δεσμευτικά αντισταθμιστικά μέσω νομοθετικής κατοχύρωσης επιστροφής μέρους των εσόδων στην τοπική κοινωνία, δημιουργίας ειδικού ταμείου και ουσιαστικής συμμετοχής των ΟΤΑ στη διοίκηση της μονάδας. Η επιστημονική τεκμηρίωση θα πρέπει να εξασφαλιστεί με συνεργασία ανεξάρτητων φορέων, όπως το Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας και το ΤΕΕ, για την αξιολόγηση εκπομπών και επιπτώσεων, ενώ είναι στρατηγικής σημασίας να διερευνηθεί αν και με ποιους όρους μπορεί να αξιοποιηθεί θερμότητα από τη μονάδα για τις τηλεθερμάνσεις, ώστε η περιοχή να αποκομίσει ουσιαστικό και ασφαλές όφελος.

Η ΣΜΠΕ για τη μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης αποβλήτων στην Κοζάνη συνιστά κομβικό σταυροδρόμι για την ταυτότητα της Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική εποχή. Χωρίς παράταση, ουσιαστική συμμετοχή της κοινωνίας και δεσμευτικά αντισταθμιστικά, το έργο κινδυνεύει να ενισχύσει το αίσθημα επιβολής και περιθωριοποίησης. Ασφαλώς και κρίνεται αναγκαίο να προωθηθεί ο στρατηγικός διάλογος, αλλά με όρους διαφάνειας, επιστημονικής τεκμηρίωσης, τοπικής συμμετοχής και βιώσιμης ανταποδοτικότητας. Μόνο έτσι η περιοχή μπορεί να περάσει σε μια πραγματικά δίκαιη και αναπτυξιακά ισόρροπη μετάβαση.

* Ο Αντώνης Δημητρίου είναι Διπλωματούχος Μηχανολόγος Μηχανικός & Αεροναυπηγός, ΜSc, MBA 

Μοιραστείτε την είδηση