Προσπαθώ να θυμηθώ πως ήταν πριν την κρίση. Τι λέγαμε, για τι συζητούσαμε, πάνω σε ποια βάση δημιουργούσαμε τα όνειρα μας. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια. Έξι. Μοιάζουν, όμως, αιώνες, μέσα στους οποίους διαμορφώθηκε μια εντελώς άλλη κατάσταση.
Σ’ αυτή, λοιπόν, την άλλη κατάσταση, με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει πάντα, επικράτησαν τα άκρα. Τα άγρια, οι φωνές, οι υπερβολές, οι μύθοι, τα παραμύθια, οι υστερίες, οι ολοκληρωτικές απόψεις, αυτές που δεν αφήνουν περιθώρια για “μήπως”.
Κυρίως, όμως, δημιουργήθηκε ένα βάρος που το κουβαλάμε όλοι. Άλλοι πραγματικά, άλλοι συμβολικά, κι άλλοι εξ’ αντανακλάσεως “επειδή το κουβαλούν και οι δίπλα μας”. Το βάρος φαίνεται στο περπάτημα, επικάθεται στους ώμους. Στα μάτια, γιατί θολώνει το βλέμμα. Ακούγεται στον ξεψυχισμένο τρόπο με τον οποίο βγαίνουν οι κουβέντες.
Πραγματικό ή κατά φαντασίαν το βάρος μας έχει επηρεάσει όλους. Δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε. Απλώνεται σαν φάντασμα.
Ο φόβος είναι μήπως γίνει τελικά ένα με μας. Μήπως συνηθίσουμε την παρουσία του. Μήπως σταματήσουμε να θέλουμε πια κάτι να αλλάξουμε, γιατί μας βολεύει να έχουμε εχθρούς, ξένες δυνάμεις που θέλουν να μας συντρίψουν, δαίμονες που μας κυνηγούν, ώστε να στεκόμαστε μόνο κάπου εκεί άβουλοι, παρατημένοι και παραιτημένοι απο κάθε προσπάθεια να τα βάλουμε με τη ροή του ποταμού.