Σε κάθε τόνο και με κάθε τρόπο τονίστηκε από την Αλεξανδρούπολη και το συνέδριο της ΚΕΔΕ ότι η Δυτική Μακεδονία αργοπεθαίνει. Τα ίδια λόγια, οι ίδιες εκφράσεις, οι ίδιες ανησυχίες που ακούγονται από τους πολίτες, εκφράζονται με το πιο πένθιμο ύφος και από εκείνους που ασκούν πολιτική.
Κάτι, λοιπόν, δεν πάει καθόλου καλά και όσο κυριαρχεί η μοιρολατρία, άλλο τόσο θα βουλιάζουμε στη συλλογική μας κατάθλιψη. Θα αναπολούμε τις εποχές της λιγνιτικής ευρωστίας, τότε που τα μπαρ ήταν γεμάτα και χρειαζόσουν μισή ώρα για να διασχίσεις το πολύβουο “στενό” τα καλοκαίρια. Θα αναζητούμε τη νεολαία που είναι με το ζόρι το 7% του πληθυσμού. Θα λέμε ότι ζούμε σε κοινωνία γερόντων και θα κλαίμε.
Δικαιολογημένα; Ναι, απολύτως. Από την άλλη, όμως, είμαστε υποχρεωμένοι, οι εναπομείναντες, να δούμε τα πράγματα με ρεαλισμό και να αναλάβουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν. Ξεκινώντας απ’ όσους έχουν θέσεις ευθύνης και καταλήγοντας σε όλους εμάς τους απλούς πολίτες που μας πληγώνει η θέα των άδειων καταστημάτων και μιας περιοχής που παρακμάζει.
Είναι ολοφάνερο ότι το δράμα μας δεν απασχολεί καθόλου την κεντρική πολιτική σκηνή, η οποία μας αντιμετωπίζει ως δέκατης πέμπτης κατηγορίας πολίτες. Για τους δε εκπροσώπους της δεν θα πούμε κουβέντα. Επομένως, η επιβίωση επαφίεται στις δικές μας δυνάμεις.







