Ο «χρυσός» της Κοζάνης σταμάτησε να λάμπει- Δημοσίευμα από το Βήμα

8 Min Read

Σημαντικά προβλήματα λόγω κλιματικής αλλαγής αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί σαφράν – Ξηρασία και ανομβρία έχουν μειώσει τη σοδειά κατά 50% – Τι λένε οι καλλιεργητές και οι υπεύθυνοι του Συνεταιρισμού

To δημοσίευμα του Βήματος

«Αυτό είναι το «θησαυροφυλάκιό» μου, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν γεμίζει όπως παλιά» λέει ο 45χρονος Χάρης Μαυρομμάτης δείχνοντας την αποθήκη του σπιτιού του στο χωριό Ανω Κώμη, που έχει μετατρέψει σε χώρο αποξήρανσης του κρόκου Κοζάνης, γνωστού παγκοσμίως ως σαφράν, του «κόκκινου χρυσού» όπως τον αποκαλούν καλλιεργητές και κάτοικοι της Δυτικής Μακεδονίας. Την άνθηση που έφερε στην καλλιέργεια η οικονομική κρίση, καθώς πολλοί νέοι στράφηκαν ξανά στον παραδοσιακό αγροτικό τομέα του τόπου τους, διαδέχεται πλέον ο διαφαινόμενος μαρασμός λόγω της κλιματικής αλλαγής. Τα τελευταία χρόνια οι καλλιεργητές του κρόκου βλέπουν τις ποσότητες της παραγωγής τους να βαίνουν μειούμενες και αποδίδουν το πρόβλημα στη δραματική αλλαγή του μικροκλίματος, το οποίο από τον 17ο αιώνα μέχρι σήμερα ήταν εξαιρετικά ευνοϊκό για τη συγκεκριμένη καλλιέργεια που ευδοκιμεί μόνο σε αυτή την περιοχή της Ελλάδας.

«Το προϊόν δεν το στηρίζουμε»

«Είμαστε η μεγαλύτερη κροκοπαραγωγός χώρα στην Ευρώπη, αλλά τα πράγματα δεν πάνε καλά τα τελευταία χρόνια. Ο βασικός λόγος είναι η αλλαγή του κλίματος στην περιοχή. Οι χιονοπτώσεις τον χειμώνα είναι σχεδόν ανύπαρκτες, οι βροχές λιγοστές και η θερμοκρασία έχει ανέβει. Λόγω της ξηρασίας η σοδειά μας έχει μειωθεί κατά τουλάχιστον 50%. Πριν από τέσσερα χρόνια η παραγωγή που είχα ήταν περίπου 600 γραμμάρια ανά στρέμμα, ενώ πέρυσι έπεσε στα 200 γραμμάρια και εφέτος προβλέπω ότι θα είναι ακόμη λιγότερο. Ενα προϊόν έχουμε πρώτο και δεν το στηρίζουμε. Πρέπει να βοηθήσει με κάποιον τρόπο το κράτος ή η Ευρωπαϊκή Ενωση» λέει ο κ. Μαυρομμάτης, ταμίας σήμερα του Αναγκαστικού Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης, ο οποίος αριθμεί περίπου 1.000 μέλη από το χωριό Κρόκος και άλλα 20 όμορα χωριά, τα οποία καλλιεργούν σήμερα 5.200 στρέμματα γης.

Μέσα στα χωράφια, που μοιάζουν σαν μια πολύχρωμη θάλασσα από τα πανέμορφα φυτά με τα βαθυγάλαζα – μοβ πέταλα και τα πορφυρά στίγματα που αναδίδουν ένα σχεδόν μεθυστικό άρωμα, αυτή την εποχή βρίσκονται σκυμμένοι δεκάδες εργάτες γης καθώς η συγκομιδή ξεκίνησε στα τέλη Οκτωβρίου και θα διαρκέσει για περίπου 20 ημέρες. Και εφέτος όμως τα πρώτα δείγματα δεν είναι ενθαρρυντικά για τους καλλιεργητές. Οι πιο ηλικιωμένοι διαπιστώνουν ότι το φυτό είναι «ζορισμένο», όπως λένε, λόγω της αλλαγής του κλίματος στην περιοχή. «Ο καιρός ήταν πιο δροσερός τα προηγούμενα χρόνια και βοηθούσε στην ανάπτυξη του φυτού. Τώρα ούτε βρέχει ούτε χιονίζει. Το φυτό αυτό είναι πολύ ανθεκτικό, αλλά φαίνεται ότι είναι… ζορισμένο. Σαν να δίνει και την ψυχή του μοιάζει τα τελευταία χρόνια» περιγράφει η 65χρονη Ευτυχία Τζιδημοπούλου, η οποία εργάζεται στο χωράφι μαζί με τον σύζυγό της.

«Κάναμε συγκομιδή με… χιόνι»

«Το κλίμα έχει αλλάξει δραματικά. Ούτε χιονίζει ούτε βρέχει πλέον στην περιοχή μας. Φανταστείτε πλέον ότι πέρυσι υπήρξε παραγωγός με 45 στρέμματα που πήρε μόλις 1,5 κιλό παραγωγή. Εγώ πριν από 15 χρόνια σε κάποια χωράφια είχα απόδοση 2,5 και 3,5 κιλά ανά στρέμμα! Αλλά τότε κάναμε συγκομιδή με χιόνι και τώρα ο καιρός είναι σαν καλοκαίρι» προσθέτει από την πλευρά του ο 57χρονος κροκοπαραγωγός Αλέκος Ματιάκης.

Σύμφωνα με τους καλλιεργητές της περιοχής, χρειάζονται περίπου 50.000 κόκκινα στίγματα για να προκύψουν 100 γραμμάρια ελληνικού σαφράν. Η καλλιέργεια είναι ιδιαίτερα επίπονη, αφού όλα τα στάδια της παραγωγής, από τη συγκομιδή μέχρι και τη συσκευασία, γίνονται με χειρωνακτική εργασία. Τη δεκαετία του 1980, σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνεταιρισμού, η συνολική παραγωγή σαφράν στην περιοχή είχε φτάσει ακόμη και τους 12 τόνους, ενώ πέρυσι μόλις που ξεπέρασε τον 1 τόνο.

«Αναβίωση» λόγω οικονομικής κρίσης

Οπως εξηγεί στο «Βήμα» ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης Βασίλης Μητσιόπουλος, μετά την άνθηση της καλλιέργειας τη δεκαετία του 1980 ακολούθησε μια μείωση κατά 50% της συνολικής παραγωγής τη δεκαετία του 1990, ενώ από το 2000 και έπειτα καταγράφηκε μια εγκατάλειψη της καλλιέργειας, η οποία αναβίωσε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. «Είχαμε φτάσει να καλλιεργούμε μόλις 1.000 στρέμματα τη δεκαετία του 2000 λόγω της οικονομικής ευμάρειας της εποχής. Ωστόσο, λόγω της οικονομικής κρίσης το 2011 και το 2012, αναβίωσε η καλλιέργεια, η οποία όμως τώρα απειλείται ξανά σοβαρά από την κλιματική κρίση» λέει ο κ. Μητσιόπουλος.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνεταιρισμού, τα προβλήματα μειωμένης παραγωγής, τα οποία αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή, αποτελούν πλέον αποτρεπτικό παράγοντα για την είσοδο νέων καλλιεργητών στον κλάδο.

«Ισως πάμε βορειότερα»

«Το 2017 με τα ίδια στρέμματα είχαμε μια παραγωγή 3,8 τόνων, ενώ πέρυσι μετά βίας αγγίξαμε τον 1,1 τόνο. Το κλίμα γίνεται θερμότερο, οι βροχές είναι ακανόνιστες μέσα στον χρόνο και σε λάθος περιόδους, οι χιονοπτώσεις θα έλεγα ότι είναι ανύπαρκτες πλέον και όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη απόδοση του κρόκου Κοζάνης. Αν συνεχίσει η απόδοση της καλλιέργειας να είναι τόσο χαμηλά, φαντάζομαι ότι οι παραγωγοί θα την εγκαταλείψουν ή θα αναγκαστούν να προσπαθήσουν να μετατοπιστούν σε υψηλότερες και βορειότερες περιοχές του νομού μας. Το οξύμωρο είναι ότι στον νομό μας πλέον καλλιεργούνται ελιές, κάτι που πριν από 20 χρόνια ήταν αδιανόητο να το σκεφτούμε λόγω των κλιματικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή» επισημαίνει ο κ. Μητσιόπουλος. «Παλιά κάναμε συγκομιδή με μπουφάν και σκούφο και τώρα φοράμε κοντομάνικα και καπέλα για τον ήλιο» συμπληρώνει η 75χρονη μητέρα του, η οποία συνεχίζει να εργάζεται σε ένα από τα χωράφια της οικογένειας.

«Ανοιξαν οι αγορές, αλλά…»

Οι καλλιεργητές υποχρεώνονται να παραδώσουν το προϊόν τους στις εγκαταστάσεις του Συνεταιρισμού με υγρασία μέχρι 10% και τα χρήματα που λαμβάνουν είναι περίπου 2.000 ευρώ ανά κιλό. Το 70% των προϊόντων που παράγει ο Συνεταιρισμός εξάγεται σε 28 χώρες, με τις πιο «δυνατές» αγορές να είναι η Ελβετία, η Γαλλία, η Αμερική και το Βιετνάμ. Τα τελευταία χρόνια από τον Συνεταιρισμό έχει περιοριστεί στο ελάχιστο η πώληση χύμα ποσοτήτων κρόκου καθώς οι ποσότητες που παράγονται τυποποιούνται και συσκευάζονται, σύμφωνα με τις απαιτούμενες προδιαγραφές ασφάλειας και ποιότητας, στις εγκαταστάσεις που δημιούργησαν οι καλλιεργητές ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους και να αντιμετωπίσουν έτσι το πρόβλημα της μειωμένης παραγωγής. «Εχουν ανοίξει πλέον «δυνατές» αγορές καθώς έχουν συμφωνηθεί σημαντικές συνεργασίες, αλλά κρατάμε χαμηλά τις παραγγελίες επειδή δεν μπορούμε να καλύψουμε απόλυτα τις ανάγκες των πελατών μας λόγω της μειωμένης παραγωγής» σημειώνει ο Κώστας Κατσικαρώνης, διευθυντής επιχειρηματικής ανάπτυξης του Συνεταιρισμού Κροκοπαραγωγών Κοζάνης.

Πηγή

ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Μοιραστείτε την είδηση