Όταν κάποιος κατακτά, εκλέγεται ή ορίζεται σ’ ένα δημόσιο πόστο, θα πρέπει να έχει υπόψη ότι χέρι-χέρι πάει και η έκθεση σε αυτό που λέμε δημόσιο μάτι (public eye). Το ενδιαφέρον δηλαδή των πολλών και ιδιαίτερα μέσα από τα μίντια και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για πτυχές της ζωής του που επηρεάζουν τη δημόσια δράση του και προφανώς όχι προσωπικά ζητήματα.
Θα έπρεπε, μάλιστα, στην περιγραφή της θέσης να αναφέρεται ότι τα άτομα αυτά θα πρέπει όχι μόνο να αντέχουν την κριτική, με την προϋπόθεση ότι αυτή γίνεται καλοπροαίρετα, αλλά να την επιζητούν, προκειμένου να βελτιωθούν ή να αντιληφθούν ποιος είναι ο σφυγμός της κοινής γνώμης.
Τα τελευταία χρονιά αλλού, αλλά και στα δικά μας, παρατηρούμε μια αλλεργία στην κριτική και μια διάθεση αντιμετώπισής της είτε με άρνηση, είτε με θυμό, είτε με απαξίωση. Ακόμα και όταν αυτή είναι καλοπροαίρετη, γίνεται στη βάση των αντικειμενικών στοιχείων, δεν έχει διάθεση κουτσομπολιού, δεν γίνεται επί προσωπικού και είναι δημόσια.
Όσοι και όσες, λοιπόν, αναγνωρίζουν στα δημόσια γραφόμενα τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους και αισθάνονται θιγμένοι/ες, αντί να γυρίζουν δεξιά και αριστερά και να ψάχνουν αγγελιαφόρους ή ακόμα χειρότερα εμπιστεύονται μυστικοσυμβούλους που τους ποτίζουν εμπάθεια, ας απευθύνονται κατευθείαν στην πηγή, επιχειρηματολογώντας υπέρ της θέσης τους.