Ο παππούς μου, αυτός που γνώρισα, ήταν άνθρωπος του μεροκάματου. Ξυλουργός στην οικοδομή και αγράμματος, αλλά πολύ καλλιεργημένος. Με μεγάλο θαυμασμό για όλους όσοι ήξεραν γράμματα και αγάπη για τη γνώση και τη δημοκρατία. Μόνο όταν μεγάλωσα αρκετά, κατάλαβα πόσο ξεχωριστό τον έκανε το γεγονός ότι στο σπίτι του, που η τουαλέτα ήταν έξω και μπάνιο έκανες με το κατσαρολάκι, υπήρχε βιβλιοθήκη με τη Μπριτάνικα Πάπυρους Λαρούς σε πρώτο πλάνο, στην οποία ανέτρεχε για όλες τις απορίες του.
Τον σκέφτομαι κάποιες φορές που συναντάω ανθρώπους που περιφρονούν βαθιά τη γνώση. Που προσπαθούν να ταιριάξουν τις πληροφορίες στα μέτρα τους. Που το κόμπλεξ, τους οδηγεί στο να γίνονται απόλυτοι. Που σ’ έναν ωκεανό πληροφορίας, αυτοί επιλέγουν να κάθονται πάνω στην ξέρα της άγνοιάς τους.
Και δυστυχώς έχω την αίσθηση ότι ο αριθμός των ανθρώπων αυτών αυξάνεται, αντί να μειώνεται.
Είναι η ίδια η διάθεση που έχουμε απέναντι στις νέες ιδέες, στη συμμετοχή μας στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο έχει «πνιγεί» στα απόνερα της αναξιοκρατίας. Βλέπετε, στο απεχθές σενάριο που το σχολείο δουλέψει ουσιαστικά, πολλά από αυτά τα πρόσωπα και οι ιδέες που εκπροσωπούν, δεν θα επιβιώσουν.
Αλλά εμείς θέλουμε ένα σχολείο-κέντρο διεκπεραίωσης και φύλαξης παιδιών που θα κλείνει με το πρώτο χιόνι και μια βιβλιοθήκη με ράχες βιβλίων σε χρώμα ασορτί με το σαλόνι. Κι ένα Πανεπιστήμιο που θα το απαξιώνουμε, ενώ οφείλουμε να το στηρίζουμε γιατί είναι η μόνη ελπίδα μας.